- ἐπισίτια
- ἐπισίτιοςworking for his victualsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισίτιος — ἐπισίτιος, ον (Α) [σίτος] 1. αυτός που εργάζεται μόνο για την τροφή του, χωρίς μισθό («καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδέ μισθὸν πρὸς τοῑς σιτίοις λαμβάνοντες», Πλάτ.) 2. παράσιτος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπισίτια η τροφή … Dictionary of Greek